παραχωρήσω

παραχωρήσω
παραχωρέω
go aside
aor subj act 1st sg
παραχωρέω
go aside
fut ind act 1st sg
παραχωρέω
go aside
aor subj act 1st sg
παραχωρέω
go aside
fut ind act 1st sg
παραχωρέω
go aside
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
παραχωρέω
go aside
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσηκώνομαι — Ν σηκώνομαι από σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον ή για να τού παραχωρήσω τη θέση μου …   Dictionary of Greek

  • υπανίσταμαι — Α 1. σηκώνομαι ξαφνικά 2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.) 3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”